Το σκοτάδι που έπεφτε μες το σπίτι
κι άπειρα τα λάθη μες τα χείλη (που διαφοροποιούσαν την εκμυστήρευση)·
κι η έλευση του (φύλακα) άγγελου -μια ψευδαπάτη-
με τα δαχτυλίδια που είχαν πια πέσει χάμω σαν ανέμου ριπίδια
μέσα σ' αυτό το ανόητο -(έτσι όπως πια φάνταζε) βράδυ-
μες τη φρίκη μιας νύχτας ανάερης (άγριας)
γιατί τη (τελεσίδικη) σιωπή της
δεν θα μπορούσε να σχίσει κανένα λεπίδι...
Είναι προφανές μετά από προσεχτική "αποκρυπτογράφηση" του ποιήματος
πως αυτό κυρίως αναφέρεται σ' έναν χωρισμό και πιο πέρα,
στο ανέφικτο της πλέριας προσέγγισης μεταξύ των ανθρώπων. |